Ο Γιάννης Καλατζής γεννήθηκε στην Κάτω Τούμπα της Θεσσαλονίκης, από γονείς που είχαν βρεθεί στη συμπρωτεύουσα ως πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Δύσκολες οι εποχές, καθώς ο πατέρας του ήταν φούρναρης και με μεγάλο κόπο κατάφερνε να συντηρεί την οικογένειά του, ενώ έφυγε πρόωρα από τη ζωή όταν ο Γιάννης ήταν μόλις εννέα ετών.
Έτσι, ο μικρός τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο αναγκάζεται να βγει στη βιοπάλη για το μεροκάματο κάνοντας διάφορες δουλειές, ενώ παράλληλα σπουδάζει μηχανικός στον «Ευκλείδη». Ωστόσο, το «μικρόβιο» της μουσικής θα μπει από πολύ νωρίς μέσα του και στα 14 του θ’ αγοράσει την πρώτη κιθάρα του, κρατώντας το κρυφό από τη μητέρα του αφού εκείνη την εποχή οι μουσικοί και οι τραγουδιστές θεωρούνταν …άτομα του υποκόσμου!
Μαζί με δύο φίλους του, θα δημιουργήσουν το «Τρίο Μορένο» (ήταν της μόδας τότε τέτοιου είδους σχήματα) και θα ξεκινήσουν εμφανίσεις σε διάφορες ταβέρνες της Θεσσαλονίκης. Κάποια βραδιά σε μια απ’ αυτές, θα βρεθεί ο -σπουδαίος ερμηνευτής κι εξαιρετικά δημοφιλής εκείνα τα χρόνια- Τώνης Μαρούδας, θ’ ακούσει τα τρία παιδιά, θα ενθουσιαστεί και θα τους προτείνει να εμφανιστούν μαζί του στην Αθήνα…
Το «Τρίο Μορένο» λοιπόν κατεβαίνει στην πρωτεύουσα και συνοδεύει τον Μαρούδα στο κέντρο «Κάστρο» στην Πλάκα, το οποίο ήταν ένα από τα πιο γνωστά και ξακουστά κοσμικά στέκια της εποχής. Όμως, τα πράγματα θα πάρουν άλλη τροπή όταν ένα από τα μέλη του «Τρίο» θ’ αποχωρήσει ξαφνικά και θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, το σχήμα θα διαλυθεί και ο Καλατζής θα ξεκινήσει μόνος του πια να ψάχνει για δουλειά.
Θα μάθει να παίζει μπουζούκι κι έτσι θα καταφέρει να εξασφαλίσει μεροκάματο πάλι στην Πλάκα, σ’ ένα μαγαζί με την επωνυμία… «Χρυσός κόκορας». Όλα όμως θ’ αλλάξουν γι’ αυτόν όταν θα δεχτεί ν’ αντικαταστήσει ένα συνάδελφό του και να παίξει εκείνος μπουζούκι στην περίφημη «Γιορτή κρασιού» που για πολλά χρόνια και μέχρι πρόσφατα γινόταν κάθε καλοκαίρι στο Δαφνί.
Εκεί θα τον ακούσει ο Γιώργος Μητσάκης, ο οποίος είχε αναγάγει την ανακάλυψη ταλέντων σε επιστήμη και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έπαυε να δίνει ευκαιρίες σε νέα παιδιά -ασχέτως με το πόσα από αυτά του το αναγνώρισαν όταν έγιναν μεγάλοι και τρανοί τραγουδιστές…
Ο «δάσκαλος» λοιπόν θα πάει τον Καλατζή στην τότε “Odeon-Parlophone” της οικογένειας Μάτσα με την οποία είχε αποκλειστικό συμβόλαιο και θα τον προτείνει γι’ ακρόαση. Ο νεαρός θα περάσει το «τεστ» κι έτσι το 1966 θα ηχογραφήσει τα πρώτα τραγούδια του, γραμμένα βεβαίως από τον Μητσάκη.
Το «μπαμ» θα γίνει αμέσως με το «Αν ζούσαν οι αρχαίοι» (γνωστό ως «Πού ‘σαι καημένε Περικλή»), αλλά θα γίνει γνωστό και το «Δάκρυ-δάκρυ Μανωλάκη («Ποτηράκι-ποτηράκι»)». Θα τραγουδήσει και κάποιες άλλες δημιουργίες του «δάσκαλου» («Στην αμυγδαλιά από κάτω», «Ένα κορίτσι κι ένα παιδί», «Μια θέση και για μένα»), ενώ θα συνεργαστεί μαζί του και στον «Περικλή» στην Πλάκα, που πήρε το όνομά του από τη μεγάλη επιτυχία των «Αρχαίων».
Αργότερα, θα τραγουδήσει Κώστα Καπλάνη («Τελευταία καληνύχτα», «Σπουργιτάκι ορφανό», «Όνειρα δεν ξανακάνω»), Μπάμπη Μπακάλη («Ο κήπος της αγάπης μας», «Πήρα απ’ τις γειτονιές καημούς») και Χάρη Λυμπερόπουλο («Φιλί-φιλί», «Χάθηκες χαρά μου»), αλλά η εταιρεία δείχνει να έχει άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Επειδή η χροιά της φωνής του έμοιαζε πολύ μ’ εκείνη του Σταμάτη Κόκοτα που ήδη μεσουρανούσε κάνοντας τη μία επιτυχία μετά την άλλη στο «αντίπαλο δέος» που ονομαζόταν Columbia, οι Μίνως και Μάκης Μάτσας σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν τον Καλατζή ως «αντίβαρό» του!
Έτσι, αποφάσισαν να του δώσουν να πει σε δεύτερη εκτέλεση κάποια από τα μεγάλα «σουξέ» του Κόκοτα με ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας του Άγγελου Σέμπου, που κι εκείνος τότε ξεκινούσε τη συνθετική του σταδιοδρομία στην εταιρεία.
Στο πνεύμα αυτό λοιπόν, ο Καλατζής ηχογράφησε τα «Όνειρο απατηλό», «Στου Προφήτη Ηλία» και «Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα», χωρίς όμως ιδιαίτερη ανταπόκριση από τον κόσμο που προτιμούσε τις «πρωτότυπες» εκτελέσεις
Η αποτυχία της δημιουργίας ενός «νέου Κόκοτα» ανάγκασε την εταιρεία ν’ αναδιπλωθεί και να δώσει τη δυνατότητα στον τραγουδιστή από τη Θεσσαλονίκη να ξεκινήσει τη δημιουργία του «δικού του» ρεπερτορίου.
Θα ζητήσει λοιπόν τη συνδρομή του Θόδωρου Δερβενιώτη και του Κώστα Βίρβου -δύο δημιουργών που είχαν γράψει χρυσές σελίδες στο λαϊκό τραγούδι και είχαν στενή συνεργασία για πολλά χρόνια-, οι οποίοι θα δώσουν στον Καλατζή την πρώτη μεγάλη «προσωπική» επιτυχία του.
Πρόκειται για «Τα χρυσά κλειδιά» που θα γίνουν αμέσως «σουξέ» σε τέτοιο βαθμό, που θα δώσουν και τον τίτλο στο μαγαζί που θα εμφανίζεται ο τραγουδιστής για δύο σεζόν! Στην άλλη πλευρά του δίσκου 45 στροφών, Δερβενιώτης και Βίρβος υπογράφουν το «Μπορεί» που επίσης θα γίνει μεγάλη επιτυχία με τη φωνή του αξέχαστου Μπάμπη Τσετίνη.
Οι δυο τους θα δώσουν κι άλλα τραγούδια στον Καλατζή («Το κορίτσι των ονείρων μου», «Στης Κορίνθου τον Ισθμό», «Μια μοιραία συνάντηση») χωρίς όμως την επιτυχία των «Κλειδιών».
Παράλληλα αλλά και αργότερα, θα συνεργαστεί μεταξύ άλλων και με τον Απόστολο Καλδάρα («Με πήρε η νύχτα αγκαλιά», «Τι γίνεται στο σπίτι σου», «Κάνε μου το κέφι βρε Μαρία», «Η φιλοσοφία του μπαγλαμά» στην πρώτη από τις τρεις δισκογραφικές εκτελέσεις της κ.α.), τον Μίμη Πλέσσα («Ο φίλος μου ο Παναγής» και «Σε πίκρανα» με στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, καθώς και στο άλμπουμ «Ζει;» σε στίχους Βίρβου), τον Βασίλη Βασιλειάδη («Μου τη βούλιαξε τη βάρκα»), τον Λυκούργο Μαρκέα («Δε με ξέρεις, δε με είδες», «Τίκι-τάκα»), αλλά σχεδόν το σύνολο αυτών των ηχογραφήσεων θα περάσει απαρατήρητο…
Εκείνη την εποχή, ο Μίνως Μάτσας αρχίζει σιγά-σιγά ν’ απομακρύνεται από τα καθήκοντά του και τα ηνία της “Odeon-Parlophone” περνάνε στα χέρια του γιου του, Μάκη. Αυτός έχει μεγαλεπήβολα σχέδια και θέλει να δημιουργήσει μια πανίσχυρη εταιρεία που δε θ’ αρκείται σε αποκλειστικά λαϊκό -και συχνά δεύτερης ποιότητας- ρεπερτόριο και σε δεύτερες εκτελέσεις των μεγάλων επιτυχιών της Columbia.
Είχε βεβαίως στο δυναμικό του το «βαρύ πυροβολικό» που λεγόταν Στέλιος Καζαντζίδης, βλέποντας όμως ότι η «άλλη πλευρά» είχε στραφεί στο «ελαφρολαϊκό» και στο «έντεχνο» με θαυμαστά αποτελέσματα, ο Μάτσας αποφάσισε να δημιουργήσει ένα δικό του «πυρήνα» ερμηνευτών και δημιουργών ώστε να «χτυπήσει» την Columbia με τα ίδια της τα όπλα.
Ο Μάνος Λοΐζος ήταν από τα πρώτα «φρέσκα» ονόματα που είχαν ενταχθεί στην “Odeon” και ο Μάτσας πόνταρε πολλά επάνω του. Ετοίμαζε λοιπόν μεθοδικά την «αντεπίθεσή» του μετονομάζοντας την εταιρεία σε “MINOS” και ζητώντας από τον συνθέτη να ετοιμάσει τραγούδια για τον πρώτο «μεγάλο» δίσκο που θα κυκλοφορούσε με τη νέα «ετικέτα»…
Για βασικό ερμηνευτή, ο Μάτσας σκέφτηκε τον Καλατζή κι αμέσως τον παρότρυνε να γνωριστεί με τον Λοΐζο και να δει αν μπορεί να συνεργαστεί μαζί του και να ερμηνεύσει κάποια από τα τραγούδια που εκείνος έφτιαχνε. Ο τραγουδιστής δέχτηκε και τον Δεκέμβριο του 1968 στις βιτρίνες των δισκοπωλείων τοποθετήθηκε «Ο σταθμός», ο πρώτος δίσκος με το σήμα “MINOS”…
Σημαδιακός τίτλος για πολλούς λόγους, αφού σήμανε την έναρξη της «χρυσής εποχής» για τον Γιάννη Καλατζή που από τη μια στιγμή στην άλλη έγινε πασίγνωστος τραγουδώντας μέσα από το «Σταθμό» αλλά και στις 45 στροφές «Δελφίνι-δελφινάκι», «Το παλιό ρολόι», «Το μελαχρινάκι» και «Πίσω απ’ την πόρτα», όλα σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ειδικά το «Δελφινάκι» έγινε τεράστια επιτυχία κι ακουγόταν παντού!
Παράλληλα, θα κυκλοφορήσει και ο πρώτος προσωπικός δίσκος του ερμηνευτή με τραγούδια που είχε ηχογραφήσει τα προηγούμενα χρόνια σε 45άρια, ενώ θα συμμετάσχει και στη «Συνάντηση» σε μουσική Άγγελου Σέμπου…
Η συνεργασία του Καλατζή με τον Λοΐζο και τον Παπαδόπουλο θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Το 1969 θα ηχογραφήσει «Το λεβεντόπαιδο» για την ομότιτλη ταινία με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και τη «Γοργόνα» (γνωστό και ως «Στην απάνω γειτονίτσα») που αμφότερα θα γίνουν επίσης μεγάλες επιτυχίες, ενώ την επόμενη χρονιά (1970) θα είναι μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα οι βασικοί ερμηνευτές στο δεύτερο δίσκο που ετοιμάζουν συνθέτης και στιχουργός με τίτλο «Θαλασσογραφίες». Εκεί, θα ηχογραφήσει ξανά τη «Γοργόνα» με νέα ενορχήστρωση και τα πασίγνωστα «Σ’ αγαπώ-σ’ αγαπώ», «Τζαμάικα» και «Κόκκινο γλυκό μου στόμα»…
Πλέον, ο Γιάννης Καλατζής είναι από τους πιο δημοφιλείς Έλληνες τραγουδιστές και οι επιτυχίες του με τους Λοΐζο-Παπαδόπουλο συνεχίζονται με φρενήρη ρυθμό. Το 1971 όλη η χώρα θα τραγουδάει το «Παραμυθάκι μου» (που ακούστηκε ακόμη και στη θρυλική ταινία «Ο εξορκιστής») και το 1972 το «Μη γαρύφαλλό μου».
Στα τέλη εκείνης της χρονιάς θα συμμετάσχει στον τρίτο και τελευταίο δίσκο που κάνουν από κοινού οι δύο δημιουργοί. Πρόκειται για το «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε», όπου ο Καλατζής κάνει νέες μεγάλες επιτυχίες με το «Παποράκι» και τον «Κουταλιανό».
Η συνεργασία του στη δισκογραφία με τους Λοΐζο-Παπαδόπουλο θα ολοκληρωθεί το 1976, όταν θα του γράψουν δυο τραγούδια για τον προσωπικό δίσκο του «Μη περιμένεις»: «Εγώ είμαι ένα μορτάκι» και «Τη ζωή μου σου ‘χω δώσει»…
Η τεράστια επιτυχία του «Δελφινιού» έκανε τον Γιάννη Καλατζή πασίγνωστο και δημοφιλή σε χρόνο μηδέν. Έτσι, η εταιρεία θέλοντας να εκμεταλλευθεί την εμπορικότητά του θα του ανοίξει το δεύτερο -μετά τον Λοΐζο- μεγάλο κεφάλαιο της καριέρας του. Θα του προτείνει συνεργασία με τον Γιώργο Κατσαρό και αμέσως θα προκύψει «Ο επιπόλαιος» σε στίχους Πυθαγόρα που θα γίνει μεγάλο «σουξέ» και θα δώσει τον τίτλο στον δεύτερο προσωπικό δίσκο του ερμηνευτή που θα κυκλοφορήσει το 1969…
Ο Κερκυραίος συνθέτης κι ο Αγρινιώτης στιχουργός θα συνεχίσουν να δίνουν επιτυχίες πρώτης γραμμής στον Θεσσαλονικιό τραγουδιστή και με την είσοδο της δεκαετίας του ’70. Το 1970 θα έλθει η «Κυρα-Γιώργαινα» που επίσης θα κάνει πάταγο και θα «βαφτίσει» το τρίτο άλμπουμ του Καλατζή και το 1971 «Ο Σταμούλης ο λοχίας» που θα είναι και ο τίτλος του «μεγάλου» δίσκου των δύο δημιουργών με συμμετέχοντες επίσης τον Γιώργο Νταλάρα, τον Γιάννη Πάριο και τη Λίτσα Διαμάντη.
Παράλληλα βεβαίως με τις μεγάλες επιτυχίες του στο βινύλιο, ο Καλατζής εμφανίζεται και στα πιο γνωστά κοσμικά κέντρα της παραλίας: «Νεράιδα», «Φαντασία» και «Δειλινά», ισότιμος πλάι σε σπουδαία ονόματα όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βίκυ Μοσχολιού κ.ά. Ειδικά στη «Νεράιδα» θα μείνει αρκετά χρόνια, έχοντας τον Κατσαρό ως μαέστρο και καλλιτεχνικό υπεύθυνο…
Το 1974 ο ερμηνευτής θα συμμετάσχει μαζί με τη Λιτσα Διαμάντη στο άλμπουμ των Κατσαρού-Πυθαγόρα «13 περιπτώσεις» και θα κάνει άλλη μια πασίγνωστη επιτυχία με το «Άσπρα θα φορέσω», ενώ θ’ ακουστεί κάπως και το «Σου σκάλισα καΐκι». Είναι ουσιαστικά η χρονιά που θα ολοκληρώσει τον κύκλο των μεγάλων «σουξέ» του Καλατζή, καθώς μετά τη μεταπολίτευση θα περάσει «στην εφεδρεία» από την εταιρεία και σιγά-σιγά θα χαθεί από το προσκήνιο, όπως θα δούμε παρακάτω…
Με τους δύο δημιουργούς θα συνεργαστεί για τελευταία φορά στα τέλη του 1975, όταν θα κυκλοφορήσει η πρώτη και μοναδική ολοκληρωμένη δουλειά του μαζί τους. Πρόκειται για το άλμπουμ «Και η ζωή συνεχίζεται», από το οποίο θα ξεχωρίσει μόνο το ομότιτλο…
Ο δρόμος του Γιάννη Καλατζή θα συναντηθεί και μ’ εκείνο του Σταύρου Κουγιουμτζή, παρά το ότι αυτός θα έχει σχεδόν αποκλειστική συνεργασία και τις μεγαλύτερες επιτυχίες του με τον Γιώργο Νταλάρα. Η αρχή θα γίνει το 1970 με το «Αν βαρέθηκες κυρία» σε στίχους της αείμνηστης Σώτιας Τσώτου, το οποίο θ’ ακουστεί αρκετά και είναι πολύ γνωστό ακόμη και σήμερα…
Το 1971 θα συμμετάσχει μαζί με τον Νταλάρα στο δίσκο του συνθέτη «Όταν ανθίζουν πασχαλιές», όπου θα ηχογραφήσει μεταξύ άλλων τα πασίγνωστα «Ξενάκι είμαι και θα ‘ρθω», «Ήθελα να ‘μουνα πουλί» και «Γεια χαρά καλή», ενώ θα πει σε 45άρι το επίσης γνωστό «Ήσουν ωραία»…
Καλατζής και Κουγιουμτζής θα συνδεθούν με στενή φιλία και θα κάνουν ακόμη ορισμένα 45άρια («Της ζωής η μελισσοφωλιά», «Πιάστε κορίτσια το χορό», «Να ‘σουνα μπαξές στη Νάξο» τα οποία θα συμπεριληφθούν στο πέμπτο άλμπουμ του ερμηνευτή με τίτλο «Ένα ταξίδι» το 1973), ενώ θα βρεθούν δισκογραφικά για τελευταία φορά το 1976 στο δίσκο του τραγουδιστή «Μη περιμένεις» με τα «Έχει καρδιά η υπομονή» και «Τα γράμματα για σένα», αμφότερα σε στίχους Μάνου Ελευθερίου…
Λίγους μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας, ο Γιάννης Καλατζής συνεχίζει τις συμμετοχές του σε ολοκληρωμένες δουλειές συνθετών. Αρχικά, θα τραγουδήσει Βασίλη Δημητρίου στο άλμπουμ «Ω! Τι κόσμος μπαμπά» στο οποίο συμμετέχουν επίσης η Χάρις Αλεξίου και ο Κώστας Σμοκοβίτης και θα κάνει επιτυχία με το ομότιτλο, καθώς και τη «Σιναϊνά» σε στίχους Νίκου Γκάτσου, ο οποίος όμως υπογράφει με το ψευδώνυμο «Ν. Γεωργίου».
Προς το τέλος του 1974, θα συνεργαστεί με τον Γιάννη Σπανό (είχαν κάνει μαζί ένα 45άρι το 1973 σε στίχους Πυθαγόρα με τα «Είπα-ξείπα» και «Φιλώ σταυρό») στο δίσκο «Οδός Αριστοτέλους» με στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, όπου τραγουδούν ακόμη ο Γιάννης Πάριος και η Χάρις Αλεξίου. Ο Καλατζής θα ερμηνεύσει το πολύ γνωστό «Κι ακαρτέρει», καθώς και τα «Αμάναμ», «Μπουζουκομπαγλαμάδες» και «Του γιαλού τα κύματα»…
Ακολουθεί το 1975 το άλμπουμ «Και η ζωή συνεχίζεται» των Κατσαρού-Πυθαγόρα που αναφέραμε παραπάνω και τον Δεκέμβριο του 1976 κυκλοφορεί το «Μη περιμένεις», όπου συναντά για τελευταία φορά στη δισκογραφία τον Μάνο Λοΐζο και τον Σταύρο Κουγιουμτζή που είχαν υπογράψει ορισμένες από τις μεγαλύτερες και πιο διαχρονικές επιτυχίες του. Επίσης υπάρχουν τραγούδια του Σπανού, αλλά η πιο γνωστή στιγμή του δίσκου είναι το «Τώρα πλάκα μου κάνεις» των Νίκου Καρβέλα – Βαρβάρας Τσιμπούλη, «προάγγελος» της σταδιακής προσπάθειας «εξαφάνισης» του ερμηνευτή από το προσκήνιο…
Αν η MINOS έφτασε στο σημείο να γίνει η πρώτη και κυρίαρχη δύναμη στη δεκαετία του ’70, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στον Γιάννη Καλατζή που με τις μεγάλες επιτυχίες του στήριξε το νέο «οικοδόμημα» στα πρώτα βήματά του. Το «ευχαριστώ» από πλευράς εταιρείας ήταν να τον θέσει στο περιθώριο μετά το 1976, αφού πλέον είχε βρει άλλα «άλογα κούρσας» για να βάλει εκατομμύρια στα ταμεία της (Νταλάρας, Πάριος, Αλεξίου, Βοσκόπουλος κ.α.)…
Τη στιγμή λοιπόν που στους παραπάνω τραγουδιστές έδινε όλο το «φιλέτο» (όχι ότι δεν το άξιζαν δηλαδή…), μη σεβόμενη το λαμπρό παρελθόν και το όνομα του Καλατζή του έδωσε το δίδυμο Καρβέλα-Τσιμπούλη, το οποίο υπέγραψε τους τελευταίους δύο δίσκους του στη δεκαετία του ’70. Συγκεκριμένα, το «Κάποιος πάντα λέει αντίο» το 1978 και το «Πάλι κοντά σου» το 1979…
Είναι πραγματικά λυπηρό για ένα σπουδαίο ερμηνευτή που ως τότε είχε τραγουδήσει πραγματικά «διαμάντια», να υποχρεώνεται να «κυνηγάει» το σουξέ-σλόγκαν και να βάζει στο στόμα του στίχους του στυλ «Στη Χονολουλού, εκεί θα πάει η τρέλα δεν πάει αλλού», «Πώς δεν σας δολοφόνησα, αυτόν κι εσένα φόνισσα», «Τεκίλα-τεκίλα στο Μέξικο», «Ο Ναπολέων δεν κλαίει ποτέ και επιπλέον τρελό πώς με λένε γιατρέ» και άλλα τέτοια …αριστουργήματα!
Βεβαίως, μπορεί να έγιναν σουξέ εποχής τα «Στη Χονολουλού» και «Στο Μέξικο», αλλά αυτή η …περιπλάνηση στα εν λόγω εξωτικά μέρη δε μπορεί να συγκριθεί ούτε στο ελάχιστο με τη «Τζαμάικα» -μιας και ο λόγος για τοποθεσίες…
Τον Απρίλιο του 1981 θα κυκλοφορήσει ο τελευταίος δίσκος του Καλατζή με νέο υλικό. Πρόκειται για το άλμπουμ «Για όλους», σε μουσική Τόλη Βοσκόπουλου και Νίκου Λαβράνου και με τη Μαρινέλλα στις δεύτερες φωνές. Η ποιότητα των τραγουδιών σαφώς και είναι ανεβασμένη σε σχέση με τα αντίστοιχα των Καρβέλα-Τσιμπούλη, όμως η εταιρεία δεν έδωσε δεκάρα για να «σπρώξει» τη δουλειά και ήταν φανερό πια ότι ο Θεσσαλονικιός τραγουδιστής είχε τεθεί στο περιθώριο από την πλευρά της. Θυμάμαι πάντως ότι τότε ακούστηκε αρκετά το «Άσε το νάζι»…
Θα περάσουν τρία και πλέον χρόνια και ξαφνικά, τον Οκτώβριο του 1984 κυκλοφορεί στα δισκοπωλεία το άλμπουμ «Θυμηθείτε με τον Γιάννη Καλατζή». Προφανώς, ο τραγουδιστής είχε κάποιο «υπόλοιπο» συμβολαίου με την εταιρεία κι έπρεπε εκών-άκων να το εκτελέσει.
Καινούργια τραγούδια δεν υπήρχε περίπτωση να του δοθούν, οπότε αποφασίστηκε να γίνει ένας δίσκος υπό μορφή ποτ-πουρί που θα περιλάμβανε ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Καλατζή, γνωστά κομμάτια του «έντεχνου» τραγουδιού της δεκαετίας του ’60 και παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα.
Μαζί του συμμετέχει η -δημοφιλέστατη τότε- Αθηναϊκή Κομπανία, αλλά το άλμπουμ θα περάσει απαρατήρητο. Είναι η τελευταία εμφάνιση του Καλατζή στη δισκογραφία για ακριβώς 20 χρόνια, με εξαίρεση τη συμμετοχή του στο διπλό άλμπουμ που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Ολυμπιακό Στάδιο τον Σεπτέμβριο του 1985 με τίτλο «Μάνος Λοΐζος-Αφιέρωμα»…
Εντελώς απρόσμενα, το 2004 θα επιστρέψει στα στούντιο και θα κυκλοφορήσει ένα διπλό CD με τίτλο «Τα αυθεντικά». Στο πρώτο ηχογραφεί σε νέα εκτέλεση ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της καριέρας του και στο δεύτερο σπουδαία τραγούδια που είχαν ερμηνεύσει άλλοι τραγουδιστές, αλλά και ορισμένα καινούργια. Με μεγάλη χαρά το είχα αγοράσει και περίμενα ότι θα συνέχιζε να δισκογραφεί, όμως κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει…
Βεβαίως, όλα αυτά τα χρόνια του «αποκλεισμού» του από τις ηχογραφήσεις ο Θεσσαλονικιός τραγουδιστής δεν έπαψε να εμφανίζεται σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, όχι όμως στα «πρώτα». Ωστόσο, πάντοτε όπου κι αν πήγαινε ο κόσμος τον υποδεχόταν μ’ ενθουσιασμό και νοσταλγία και στο τέλος-τέλος, αυτός είναι το μεγαλύτερο κριτήριο για την αξία ενός καλλιτέχνη. Ο Γιάννης Καλατζής λοιπόν είναι ένας μεγάλος ερμηνευτής, με «όπλο» του ένα σπουδαίο ρεπερτόριο που θα παραμείνει για πάντα διαχρονικό…