Φιλιππος Νικολαου δημοφιλής τραγουδιστής και τραγουδοποιός της νεο-ελαφράς και νεο-λαϊκής μουσικής..( Με δασκαλο το Δημητρη Φαμπα απο τον Λαυκο Βολου ο κορυφαιος κιθαριστας)..Ο Φιλιππος Νικολαου γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1942. Θητεύει στο Ελληνικό Τραγούδι περισσότερο από 4 δεκαετίες. Στη διάρκεια αυτής της θητείας εμφανίστηκε από τις «πίστες» των ονομαστότερων κοσμικών Κέντρων («Διογένης»: 1980-81, 1984-86, «Νεράιδα» 1983, κ.λπ.) και τιμήθηκε με «πλατινένιους» και «χρυσούς» δίσκους, όπως για τη συμμετοχή του στους δίσκους των 100.000 αντιτύπων: «Τα γλεντζέδικα» (1984) και «΄Εξω ντέρτια» (1986) ή για τους δίσκους των 50.000 αντιτύπων: «Μια λαϊκή βραδιά, Νο 1 και 2» (1982 και 1983). Στα πεπραγμένα του ανήκει και το ότι ανέλαβε τα φωνητικά των «Play Boys», όταν αποχώρησε η τραγουδίστριά τους Ία Κούκα. Τον Μάρτιο του 2010 κυκλοφόρησε ο 41ος δίσκος με τίτλο: “Μ’ ένα ζεϊμπέκικο” που υπογράφει μουσικά η Γιούλα Γιαννάκη και σε στίχους του Φίλιππου Νικολάου η ενορχήστρωση είναι του Γιάννη Μιχαήλ. Μερικοί επιτυχημένοι ατομικοί LP δίσκοι του: «΄Οταν» (1971), «Με την πρώτη στάλα» (1972), «Μεγιε μελέ» (1973), «Ακόμα μια φορά» (1975), «Θά θελα» (1976) «Θα σε περιμένω πάντα» (1976), «Φορές φορές» (1977), «Μου χρωστάς, δε σου χρωστάω» (1978), «΄Ομορφες στιγμές» (1979), «Τόση καρδιά τόση αγάπη» (1980), «Αυτό το κάτι στη ζωή» (1981), «Μάη μου» (1985), «Τι γλυκές πού ναι οι γυναίκες» (1986), «Μια νύχτα μαζί» (1987), «Η προδοσία» (1988), κ.λπ. ΄Εχει επίσης συμμετοχή σε πολλούς άλλους δίσκους..Να ακουσουμε τι λεει ο Φιλιππος
Νικολαου…Επτά ημέρες την εβδομάδα. Επί τριάντα χρόνια. Ακατάπαυστα. Ο Φίλιππος Νικολάου κρατούσε μόνος του ιστορικά μαγαζιά. Στα πόδια του έσπαγε πιάτα ο Ωνάσης, στην πίστα του χόρευε ζεϊμπέκικο ο Νουρέγιεφ, στα πρώτα τραπέζια καθόταν η Βουγιουκλάκη. Σήμερα; «Δεν είμαι διασκεδαστής.Τι εννοείτε δεν χτυπούν τα τηλέφωνα; Βροχή πέφτουν οι προτάσεις. Δεν θα υπηρετήσω τον ρόλο του διασκεδαστή. Είμαι ερμηνευτής»
«Μα είναι χιλιοειπωμένη η ιστορία μου. Γεννήθηκα στον Πειραιά, στην Αγιά Σοφιά. Στα Μανιάτικα. Ο μπαμπάς μου ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία και η μητέρα μου από το Καρπενήσι. Ημουν το πρώτο αγόρι της οικογένειας. Εκανα μποξ στον Ολυμπιακό και ήμουν στον κωπηλατικό όμιλο. Η γειτονιά μου τότε θύμιζε το “West Side Story” – οι διαφορές λύνονταν στα νταμάρια, με τα χέρια. Η προοπτική της μεγάλης πόλης βρισκόταν σε απόσταση 12 χιλιομέτρων, στο κέντρο της Αθήνας. Θυμάμαι, υπήρχε η “Κουίντα” στην Κυψέλη, ένα κλαμπ στα Πατήσια και στην Κηφισιά, το “Τοπ Χατ” επίσης. Ολοι γιεγιέδες ήμασταν τότε. Ζούσαμε τις μέρες ραδιοφώνου, τη μουσική μάς τη μάθαινε το ραδιόφωνο. Χορεύαμε. Μάμπο, τσα τσα, rock ’n’ roll, σάμπα. Τα βήματα τα μαθαίναμε επιτόπου, στα μαγαζιά».
Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα; «Φτωχά χρόνια. Συνειδητοποιημένα έπρεπε να επιβιώσεις. Ηξερες από 10 χρονών τι σημαίνει φτώχεια. Τρώγαμε όλοι από ένα τσουκάλι. Θυμάμαι τον πατέρα μου να κόβει από τα τσιγάρα του για να μου αγοράσει τα “Κλασσικά Εικονογραφημένα”, να μάθω τον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Δώδεκα χρονών βγήκα στον δρόμο για δουλειά. Eκανα τον αχθοφόρο, δούλεψα σε εργοστάσιο καραμελοποιίας τρίβοντας τη ζάχαρη. Στα δεκατρία μου ήμουν ένας εργάτης με εγερτήριο στις έξι. Oταν τελείωνα τη δουλειά πήγαινα στο νυχτερινό γυμνάσιο. Πολλή δουλειά. Ξέρετε, τίποτα δεν είναι συμπτωματικό στη ζωή. Τότε δεν αντιμετωπίζαμε τα πράγματα ζαμανφουτίστικα. Είχαμε ένα όραμα. Ισως ήταν απρόσωπο και μη σχηματοποιημένο. Ωστόσο, είχαμε όραμα.
Με τον καιρό βρήκα μια καλύτερη δουλειά, γραφείου, ως βοηθός εκτελωνιστή. Περπατούσα 30 χιλιόμετρα την ημέρα για να μην παίρνω το τραμ ώστε να πηγαίνω στο τελωνείο μπας και μου μείνουν κάποια χρήματα ως χαρτζιλίκι. Μόλις πήρα το απολυτήριο του Γυμνασίου είπα ότι δεν μου αρκεί μόνο αυτό. Στα 18 είχα μυαλό τριαντάρη. Ημουν το δεύτερο αρσενικό του σπιτιού μετά τον πατέρα. Ηθελα να κατακτήσω μια διοικητική θέση σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Πήγα στη Βιομηχανική. Τότε η Σχολή έγινε Ανωτάτη και προστέθηκαν επιπλέον μαθήματα, Φυσική και Χημεία. Είπα “ως εδώ ήταν”. Αυτή ήταν η ζωή μου πριν το τραγούδι».
«Δεν μου αρέσει το σημερινό καλλιτεχνικό χάος. Ασχολούνται περισσότερο με το lifestyle παρά με το τραγούδι. Ευτυχώς όμως έζησα την καλύτερη περίοδο του ελληνικού τραγουδιού»
Και πώς μπήκε το τραγούδι στη ζωή του; «Τότε πηγαίναμε στον Στρατό στα 21 και
υπηρετούσαμε για δύο χρόνια. Πήρα το απολυτήριο, έπιασα δουλειά και έκανα τις πρώτες διακοπές στη ζωή μου μετά από δέκα χρόνια. Αποφάσισα να πάω στη Ρόδο με έναν φίλο μου. Πού να βρεις καιρό για σχέση. Ημουν στο πόδι από τις έξι το πρωί μέχρι τη μία τα μεσάνυχτα. Τότε τα κορίτσια έπρεπε να επιστρέφουν στο σπίτι στις 10.30 το βράδυ. Για να μην πληρώσω το εισιτήριο του πλοίου της γραμμής βρήκα ένα πιο οικονομικό σε ένα κρουαζιερόπλοιο. Πάντα κάνω οικονομικές σκέψεις. Στο καράβι γνώρισα ένα συγκρότημα. Τους Playboys. Μου είπαν το παράπονό τους, ότι δηλαδή είχαν μείνει χωρίς τραγουδιστή ενώ είχαν κλείσει συμβόλαιο για εμφανίσεις στη Ρόδο.
Ο τραγουδιστής τους δέχτηκε καλύτερη πρόταση και τους εγκατέλειψε. Αυθόρμητα τους είπα ότι ξέρω τους στίχους από 4-5τραγούδια. Τα είχα μάθει στα κλαμπ. “Κάνε μια δοκιμή”, μου είπαν. Δεν ήξερα όμως πού να πατάω και δεν είχα μέτρο. Επί 20 μέρες τραγουδούσα μαζί τους. Μπολιάστηκα. Eστειλα και επίσημη επιστολή παραίτησης στο γραφείο. Eγινε επανάσταση στο γραφείο, γιατί να αφήσω μια βολεμένη ζωή. Μόλις τελείωσε το συμβόλαιο του συγκροτήματος μού αποκάλυψαν ότι δεν κάνω για τραγουδιστής. Ημουν φάλτσος».
Πώς έγινε πρώτο όνομα στη νυχτερινή Αθήνα; «Αντί να το βάλω κάτω, αποφάσισα να γίνω σωστός τραγουδιστής. Επί οκτώ μήνες μελετούσα σε 16ωρη βάση. Με δασκάλα Φωνητικής τη Θωμαΐδα Ασλάνογλου και δάσκαλο κιθάρας τον περίφημο Δημήτρη Φάμπα. Βγήκα έτοιμος μετά από έναν χρόνο». Τον ρωτάω γιατί πήρε την απόφαση να αλλάξει την πορεία της ζωής του «Τι εννοείτε; Στη Ρόδο είδα τις ξανθιές Σουηδέζες. Τουλάχιστον δέκα ήταν εστεμμένες βασίλισσες ομορφιάς. Ηταν σαν να έριξες ένα ψάρι στη θάλασσα. Στη συνέχεια με προσέγγισαν οι Ariones, το είδα ωφελιμιστικά, πήγα και κατόπιν αποφάσισα να γίνω σολίστας. Ελαβα μέρος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Και από το 1971 έως το 1997 δούλευα ακατάπαυστα. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά».
«Μου ζητούσαν να κάνω συμπράξεις. Δεν είχα λόγο να συνεχίσω. Εγώ κρατούσα μόνος ένα μαγαζί 30 χρόνια. Ερχόταν ο Ωνάσης και έσπαγε πιάτα. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη καθόταν στο πρώτο τραπέζι. Είχα να ανταγωνιστώ τον Τόλη Βοσκόπουλο. Ποτέ αθέμιτα. Βρέθηκα στο Λονδίνο να τραγουδώ σε φιλανθρωπικό gala με τον Τομ Τζόουνς. Εβαλα άνω τελεία. Επέστρεψα και βρήκα το χάος»
Γιατί σταμάτησε; «Είχε κορεστεί η δουλειά μας. Μου ζητούσαν να κάνω συμπράξεις. Δεν είχα λόγο να συνεχίσω. Εγώ κρατούσα μόνος ένα μαγαζί 30 χρόνια. Ερχόταν ο Ωνάσης και έσπαγε πιάτα. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη καθόταν στο πρώτο τραπέζι. Είχα να ανταγωνιστώ τον Τόλη Βοσκόπουλο. Ποτέ αθέμιτα. Βρέθηκα στο Λονδίνο να τραγουδώ σε φιλανθρωπικό gala με τον Τομ Τζόουνς. Εβαλα άνω τελεία. Επέστρεψα και βρήκα το χάος. Εχω κάνει 40 LP. Κανείς σήμερα δεν θα μπορέσει να κάνει τόσα. Αντε οι πιο φτασμένοι να φτάσουν καμιά δεκαπενταριά. Εκανα την περιουσία μου, υπήρξα συνετός με τη διαχείριση. Γέμιζα πάντα τα μαγαζιά, οι ιδιοκτήτες μού έκαναν δώρο αυτοκίνητα. Αποφάσισα να απέχω επί μία δεκαετία. Εκανα ταξίδια, έδινα συναυλίες, απέκτησα αυτογνωσία. Δεν μου αρέσει το σημερινό καλλιτεχνικό χάος. Ασχολούνται περισσότερο με το lifestyle παρά με το τραγούδι. Ευτυχώς, όμως, έζησα την καλύτερη περίοδο του ελληνικού τραγουδιού. Εφαγα και μίλησα με τον Μάνο Χατζιδάκι».
Τον στιγμάτισαν το «Μου χρωστάς δεν σου χρωστάω» και οι άλλες επιτυχίες; «Ολους τους στιγματίζουν οι επιτυχίες. Αλλά δεν μπορείς να είσαι πάντα η καραμέλα. Ξεχώρισα ένα πιο εσωτερικό και ποιοτικό ρεπερτόριο. Το “Μη χάνεσαι”, το “Τίποτα” αυτά τα κομμάτια μου αγαπώ».
Πώς βρέθηκε στη σκηνή του Θεάτρου Badminton να συμμετέχει στο «Θα περάσει κι αυτό»; «Με πήρε τηλέφωνο ο Γιώργος Κατσαρός – έχουμε κάνει έναν δίσκο μαζί. Η εποχή στην οποία αναφέρεται η επιθεώρηση έχει χαρακτηριστεί από τρεις τραγουδιστές. Τη Μαρινέλλα, τον Βοσκόπουλο κι εμένα. Η Μαρινέλλα έκανε το δικό της μιούζικαλ ενώ ο Βοσκόπουλος είχε δεσμευτεί ήδη. Εμεινα εγώ. Είπα “ευχαρίστως να το συζητήσουμε”. Και τώρα παρουσιάζω τον μύθο αυτοπροσώπως»